- λευκόρροια
- Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή διαταραχή ενδοκρινική, ή ακόμα σε έλλειψη καθαριότητας, καχεξία του οργανισμού κ.ά. Η πάθηση εμφανίζεται πολύ συχνά στις νέες κοπέλες και μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό και διαβρώσεις των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Ανάλογα με τα αίτια της πάθησης, η λ. θεραπεύεται με ενδοκολπικές πλύσεις με αντισηπτικό διάλυμα, καθαριότητα των γεννητικών οργάνων και διατροφική τόνωση του οργανισμού.
* * *ηιατρ.μη φυσιολογική ροή λευκού εκκρίμματος, χωρίς αίμα, από το γεννητικό σύστημα τής γυναίκας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucorrhea < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -rrhea (< υστερολατ. -rrhoea < -ρροια < ῥοία < ῥέω)].
Dictionary of Greek. 2013.